κοκκινάδι, τό
Ερμηνεία:
[το κόκινο καλλυντικό που βάζουν οι γυναίκες στα χείλη τους ή στα μάγουλά τους, το αποτύπωμα των χειλιών που φέρουν κοκκινο καλυντικό, εντοπισμένι φλεγμονή στο δέρμα κόκκινου χρώματος]
Ετυμολογία:
[<(Όμηρ.) κόκκος (ο πυρήνας των καρπών, το σπειρί του ροδιού). Από ορισμένους κόκκους πρίνου έβγαζαν το ερυθρό χρώμα]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της,… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|